- φιάλη
- η1) бутылка; 2) ист. фиала
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιάλη — bowl fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιάλῃ — φιάλη bowl fem dat sg (attic epic ionic) φιάλλω undertake aor subj mp 2nd sg φιάλλω undertake aor subj act 3rd sg φιά̱λῃ , φιάλλω undertake aor subj mid 2nd sg (attic) φιά̱λῃ , φιάλλω undertake aor subj act 3rd sg (attic) φιά̱λῃ , φιάλλω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιάλη — η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιάλλη και ιων. τ. φιέλη Α νεοελλ. 1. τεχνολ. επίμηκες δοχείο με στενό στόμιο, από γυαλί, πλαστικό, μέταλλο ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση και μεταφορά υγρών, μπουκάλι, μποτίλια 2. φρ. α) «φιάλη αερίου» τεχνολ.… … Dictionary of Greek
φιάλη — η 1. δοχείο υγρών γυάλινο (συνήθως), στρογγυλόσχημο και στενόλαιμο, μποτίλια, μπουκάλι. 2. (εκκλησ.), βρύση με λεκάνη και θολωτή οροφή που στηρίζεται σε μικρές κολόνες, έξω από τη χριστιανική βασιλική, και που χρησίμευε στους πρωτοχριστιανικούς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεροκολοκυθιά ή φιάλη ή αγγλιά — Μονοετής αναρριχώμενη ή έρπουσα πόα της οικογένειας των Κουκουρβιτιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενής των τροπικών και παρατροπικών περιοχών. Η επιστημονική ονομασία του είναι λαγηναρία η κοινή. Είναι φυτό χνοώδες, με δυνατή μυρωδιά μόσχου, γωνιώδη… … Dictionary of Greek
φιάληι — φιάλῃ , φιάλη bowl fem dat sg (attic epic ionic) φιάλῃ , φιάλλω undertake aor subj mp 2nd sg φιάλῃ , φιάλλω undertake aor subj act 3rd sg φιά̱λῃ , φιάλλω undertake aor subj mid 2nd sg (attic) φιά̱λῃ , φιάλλω undertake aor subj act 3rd sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιάλαι — φιάλη bowl fem nom/voc pl φιάλᾱͅ , φιάλη bowl fem dat sg (doric aeolic) φιά̱λαῑ , φιάλλω undertake aor opt act 3rd sg (attic) φιά̱λαῑ , φιάλλω undertake aor opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Фиал — (φιάλη, phiala) у древних греков и римлян плоский и низкий сосуд, с ручкой или без нее, служивший для питья, а также для возлияний при жертвоприношениях (см. Вазы). В готической архитектуре Ф. (Fialen) называются тонкие башенки, расставленные… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Фиал, сосуд — (φιάλη, phiala) у древних греков и римлян плоский и низкий сосуд, с ручкой или без нее, служивший для питья, а также для возлияний при жертвоприношениях (см. Вазы). В готической архитектуре Ф. (Fialen) называются тонкие башенки, расставленные… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
φιαλέων — φιάλη bowl fem gen pl (epic ionic) φιάλλω undertake fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιαλῶν — φιάλη bowl fem gen pl φιάλλω undertake fut part act masc nom sg (attic epic doric) φιαλόω excavate into the form of a pres part act masc voc sg (doric aeolic) φιαλόω excavate into the form of a pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)